- μελεόφρων
- μελεόφρων, -ον (Α)αυτός που έχει σκέψεις και φρονήματα αξιοθρήνητα, ο αξιοθρήνητος, ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών σκέψεών του («ἐγὼ μέλεος οἶδ', ὅτε φάσγανον δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.